- σαρκίς
- σαρκ-ίς, ίδος, ἡ,A meat, Stud.Pal.20.250.5 (vi/vii A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σαρκίς — ίδος, ἡ, Α σάρκα, κρέας ή, κατ άλλους, φαγητό με κρέας. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. κνημ ίς, φυλακ ίς)] … Dictionary of Greek
σάρκα — η / σάρξ, σαρκός, ΝΜΑ, και αιολ. τ. σύρξ Α 1. το μυώδες μέρος τού σώματος τών ανθρώπων και τών ζώων, το κρέας (α. «στα μέρη όπου λαγωνικά τα δάχτυλα / μυρίζονται τη σάρκα», Ελύτης β. «ἔγκατά τε σάρκας τε καὶ ὀστέα», Ομ. Οδ.) 2. το μέρος αυτό τού… … Dictionary of Greek
σαρκί — σάρξ flesh fem dat sg σαρκίς meat fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)